ὕφανα

ὕφανα
ὕ̱φᾱνα , ὑφαίνω
weave
aor ind act 1st sg (epic doric aeolic)
ὕφᾱνα , ὑφαίνω
weave
aor ind act 1st sg (epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ανυφαίνω — ύφανα, υφασμένος, υφαίνω: Για να ζήσει ανύφαινε ασταμάτητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξυφαίνω — (AM ἐξυφαίνω) μσν. νεοελλ. ξηλώνω αυτό που ύφανα νεοελλ. μηχανεύομαι, μηχανορραφώ («εξυφαίνω συνωμοσία») αρχ. 1. ολοκληρώνω την ύφανση 2. αποπερατώνω, τελειώνω («ἐξύφαινε... φόρμιγξ μέλος πεφιλημένον», Πίνδ.) 3. παθ. ετοιμάζομαι …   Dictionary of Greek

  • υφαίνω — υφαίνω, ύφανα βλ. πίν. 44 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • υφαίνω — και φαίνω ύφανα και έφανα, υφάθηκα και φάθηκα, υφασμένος και φασμένος και φαμένος 1. στον υφαντικό ιστό του αργαλειού πλέκω νήματα σε μήκος και σε πλάτος (στημόνι και φάδι) για κατασκευή υφάσματος. 2. μτφ., ετοιμάζω κάτι κρυφά και δόλια,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”